- μεθάω
- μεθώ (-άω), μέθυσα, μεθυσμένος1. μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει, να ζαλιστεί από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: Με μέθυσαν οι φίλοι μου.2. μτφ., προκαλώ αισθήματα ευχαρίστησης: Τους μέθυσε το άρωμα των λουλουδιών.3. αμτβ., βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης: Μέθυσα για να ξεχάσω τον πόνο μου.4. είμαι μέθυσος, μπεκρής: Μεθάει και χτυπάει τα παιδιά του.5. μτφ., αισθάνομαι ευτυχία ή συγκίνηση: Μέθυσα από έρωτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.